ὀφρύς,-ύος

ὀφρύς,-ύος
+ N 3 1-0-0-0-0=1 Lv 14,9
eyebrow

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • bhrū-1 —     bhrū 1     English meaning: brow     Deutsche Übersetzung: “Augenbraue”     Note: partly with initial vowel, IE o or a (full root form?); after Persson Beitr. 17 lies a dark composition part *okʷ “eye” (with. consonant Assimilation) before.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] …   Dictionary of Greek

  • μέσοφρυς — μέσοφρυς, υος, ὁ (Α) το μεσόφρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ὀφρῡς (πρβλ. λεύκ οφρυς, μίξ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • Όθρυς — Όρος (1.726 μ.) της Ανατολικής Στερεάς που τη χωρίζει από τη Θεσσαλία. Εκτείνεται με μορφή οροσειράς κατά μήκος κυρίως των ορίων του νομού Φθιώτιδος με τον νομό Μαγνησίας αποτελώντας τον υδροκρίτη τους. Η κατεύθυνση της είναι από τα Δ προς τα Α.… …   Dictionary of Greek

  • δάσοφρυς — ( υος), υ (Α) αυτός που έχει δασιά ή πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + οφρύς «φρύδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”